τυλιγάδι

τυλιγάδι
το
1. ξύλινο ραβδί διχαλωτό στο ένα άκρο και με κάθετο μικρό πάσσαλο στο άλλο, όπου οι υφάντριες τυλίγουν, κουβαριάζουν το νήμα, το τυλιχτάρι.
2. σκουλήκι των ελιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυλιγάδι — το, Ν 1. εργαλείο αποτελούμενο από ξύλινη διχαλωτή στο ένα της άκρο ράβδο, η οποία στο άλλο άκρο έχει μικρό κάθετο πάσσαλο και γύρω από την οποία τυλίγουν οι υφάντριες το νήμα και τό κάνουν κούκλες, δέσμες 2. είδος παρασιτικού σκουληκιού τής… …   Dictionary of Greek

  • τυλιγαδιάζω — Ν [τυλιγάδι] τυλίγω νήμα στο τυλιγάδι για να τό κάνω κούκλα …   Dictionary of Greek

  • τυλιγαδιάζω — τυλιγάδιασα, τυλιγαδιάστηκα, τυλιγαδιασμένος, τυλίγω νήμα στο τυλιγάδι (βλ. λ.), κουβαριάζω στο τυλιγάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκάλιστρος — ο [αγκαλίζω] μακριά ράβδος, διχαλωτή στο ένα άκρο της, ενώ στο άλλο φέρει μία ή περισσότερες κεραίες, πάνω στις οποίες τυλίγουν το νήμα από το αδράχτι (κν. τυλιγάδι) …   Dictionary of Greek

  • ανακυκλίζω — και κυκλιάζω 1. φτιάχνω το νήμα κούκλα τυλίγοντας το από το αδράχτι στο τυλιγάδι, τυλιγαδιάζω 2. περιστρέφοντας την ανέμη τυλίγω το νήμα από αυτήν στα μασούρια 3. περιστρέφω με δύναμη, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κυκλίζω*] …   Dictionary of Greek

  • ατυλιγάδιαστος — η, ο (για νήματα) αυτός που δεν τυλιγαδιάστηκε, που δεν περιτυλίχθηκε στο τυλιγάδι …   Dictionary of Greek

  • ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …   Dictionary of Greek

  • τυλιχτάρι — το, Ν το τυλιγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυλιχτός + κατάλ. άρι (πρβλ. κρεμαστ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”